Σύμφωνα με το άρθρο 1710 §1 ΑΚ «Κατά τον θάνατο του προσώπου η περιουσία του ως σύνολο (κληρονομία) περιέρχεται από τον νόμο ή από διαθήκη σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα (κληρονόμοι)»
Καθίσταται σαφές, πως ο κληρονόμος αποδεχόμενος την κληρονομία που του έχει επαχθεί είτε εκ διαθήκης είτε εκ του νόμου, ελλείψει διαθήκης (εξ αδιαθέτου διαδοχή), υπεισέρχεται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του κληρονομούμενου ως καθολικός του διάδοχος. Η κληρονομική διαδοχή προσπορίζει επομένως, στον κληρονόμο το κληρονομικό δικαίωμα, δηλαδή δικαίωμα επί του συνόλου της αποκτηθείσας κληρονομίας, το οποίο χαρακτηρίζεται ως καθολικό, απόλυτο και αυτοτελές, υπό την έννοια ότι πρόκειται για δικαίωμα ξεχωριστό από εκείνα που έχει ο κληρονόμος πάνω στα μεμονωμένα κληρονομικά αντικείμενα και ενιαίο που αναφέρεται σε ολόκληρη την επαχθείσα κληρονομία ως ομάδα.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, ο κληρονόμος, ο οποίος υπεισέρχεται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του κληρονομουμένου, να αποκτά τις επιμέρους εμπράγματες αγωγές (π.χ. διεκδικητική, αρνητική κ.λπ) και ενοχικές (π.χ. αγωγή απόδοσης του μισθίου), που είχε ο κληρονομούμενος στη διάθεσή του εν ζωή, προκειμένου να προστατευθεί από ενδεχόμενες προσβολές τρίτων. Ωστόσο, δεδομένου ότι το κληρονομικό δικαίωμα είναι ενιαίο και καθολικό που αφορά στο σύνολο της κληρονομιαίας περιουσίας, χρήζει ιδιαίτερης προστασίας, καθώς απαραίτητο είναι να προστατεύεται και μέσω της άσκησης μιας αγωγής καθολικής, ενιαίας και αυτοτελούς, ανεξάρτητης από τις επιμέρους αγωγές που διαθέτει ο κληρονόμος, η οποία εμπεριέχει όλες τις αξιώσεις του κληρονόμου για την απόδοση των στοιχείων της κληρονομίας.
Πρόκειται για την αγωγή περί κλήρου, την οποία ο Αστικός Κώδικας εξετάζει και ρυθμίζει αυτοτελώς (αρ. 1871 επ. ΑΚ) και η οποία αποτελεί το βασικό και κύριο μέσο δικαστικής προστασίας του κληρονομικού δικαιώματος.
Στο άρθρο 1871 ΑΚ ορίζεται το περιεχόμενο της περί κλήρου αγωγής, διευκρινίζεται δηλαδή πως ο κληρονόμος έχει δικαίωμα να απαιτήσει από εκείνον που κατακρατεί ως κληρονόμος αντικείμενα της κληρονομίας (νομέας) την αναγνώριση του κληρονομικού δικαιώματος και την απόδοση της κληρονομίας ή κάποιου αντικειμένου από αυτήν.
Δικαιούχος της ανωτέρω αγωγής και ενεργητικά νομιμοποιούμενος να την ασκήσει είναι ο φερόμενος ως κληρονόμος, ανεξάρτητα από τον λόγο που τον κατέστησε κληρονόμο, ανεξάρτητα δηλαδή αν η κληρονομία του επήχθη εκ διαθήκης ή εξ αδιαθέτου και ανεξάρτητα από το ποσοστό συμμετοχής του στην κληρονομιαία περιουσία. Αρκεί ο ισχυρισμός του ότι είναι κληρονόμος. Επιπλέον, στην περίπτωση που η κληρονομιαία περιουσία περιλαμβάνει εμπράγματα δικαιώματα πάνω σε ακίνητα, δεν αποτελεί απαραίτητο στοιχείο για την νομιμοποίηση άσκησης της αγωγής, η μεταγραφή της αποδοχής της. Άλλωστε, και από μόνο του το γεγονός της άσκησης της αγωγής περί κλήρου, δηλώνει την επιθυμία του κληρονόμου για ανάμειξη στην κληρονομία, και άρα αποτελεί σιωπηρή αποδοχή της.
Στην απέναντι πλευρά της εν λόγω αντιδικίας, βρίσκεται το πρόσωπο εκείνο το οποίο παρακρατεί ως κληρονόμος αντικείμενα της κληρονομίας (1871 §1 ΑΚ). Εναγόμενος λοιπόν, είναι ο λεγόμενος νομέας της κληρονομίας, η ιδιότητα του οποίου βασίζεται σε δύο στοιχεία: πρώτον, στην κατακράτηση με οποιονδήποτε τρόπο αντικειμένων της κληρονομιαίας περιουσίας (π.χ. κτήση νομής ή κατοχής με απόκτηση φυσικής εξουσίας κ.λπ) και δεύτερον στο βουλητικό στοιχείο, στην διάθεση δηλαδή του προσώπου αυτού να παρακρατά τα αντικείμενα αυτά της κληρονομίας σαν κληρονόμος (διάνοια κληρονόμου), ανεξάρτητα από την καλή ή κακή του πίστη, αν δηλαδή θεωρεί πραγματικά τον εαυτό του κληρονόμο ή όχι. Εναγόμενος ακόμα, μπορεί να είναι και κάποιος συγκληρονόμος του ενάγοντος κληρονόμου, όταν ο πρώτος παρακρατεί και διαχειρίζεται αντικείμενα της περιουσίας τα οποία είναι εκτός της μερίδας που του έχει επαχθεί. Τέλος, δεδομένου ότι η άσκηση της αγωγής περί κλήρου αποτελεί δικαίωμα κληρονομητό και ως προς τον ενάγων και ως προς τον εναγόμενο, συνάγεται πως εναγόμενος μπορεί να καταστεί και ο κληρονόμος του αρχικού νομέα της εν λόγω κληρονομίας, από τότε που αναμείχθηκε και απέκτησε την φυσική εξουσία αντικειμένων της ξένης κληρονομίας.
Όσον αφορά στο αίτημα της αγωγής, πρόκειται για αίτημα διπλό, αναγνωριστικό και καταψηφιστικό. Το αναγνωριστικό σκέλος της αγωγής περί κλήρου συνίσταται στην αναγνώριση του κληρονομικού δικαιώματος του ενάγοντα, το οποίο αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση, ώστε να θεμελιωθεί και το δεύτερο σκέλος αυτής, το καταψηφιστικό. Αποτελεί δηλαδή πρόκριμα, η αναγνώριση από το δικαστήριο της ύπαρξης του κληρονομικού δικαιώματος του ενάγοντος, προκειμένου αυτός να αιτηθεί μετέπειτα την απόδοση της κληρονομίας, την απόδοση δηλαδή των αντικειμένων αυτής που ο εναγόμενος παρακρατεί αυθαίρετα (καταψηφιστικό σκέλος αγωγής). Ο Αστικός Κώδικας στο άρθρο 1872 ΑΚ ορίζει ποιά αποτελούν αντικείμενα της κληρονομίας και είναι εκείνα στα οποία ο κληρονομούμενος κατά τον χρόνο του θανάτου του είχε δικαίωμα νομής ή κατοχής (ενσώματα αντικείμενα ή και απαιτήσεις) ή και καθετί που ο νομέας κληρονομίας αποκτά με δικαιοπραξία χρησιμοποιώντας κληρονομιαία μέσα (αντικατάλλαγμα). Στην εξαιρετική περίπτωση, στην οποία με την αγωγή περί κλήρου δεν ζητείται απόδοση τέτοιων αντικειμένων αλλά μόνο η αναγνώριση του δικαιώματος του κληρονόμου, δεν πρόκειται για αγωγή περί κλήρου αλλά για αναγνωριστική του κληρονομικού δικαιώματος αγωγή (αρ. 70 ΚΠολΔ), στην έγερση της οποίας οδηγεί απλά και μόνο η αμφισβήτηση από τον εναγόμενο του κληρονομικού δικαιώματος του ενάγοντα.
Η καλή η κακή πίστη του νομέα της κληρονομίας, το αν δηλαδή θεωρεί δικαιολογημένα το εαυτό του ως κληρονόμο ή όχι, λαμβάνεται υπόψη ως προς το μέγεθος της ευθύνης του. Τα άρθρα 1874-1878 ΑΚ, διαβαθμίζουν την ευθύνη του νομέα της κληρονομίας ανάλογα με την καλή ή κακή πίστη αυτού, αποδίδοντας στον καλόπιστο νομέα μικρότερο μέγεθος ευθύνης από αυτό του κακόπιστου και δη αυτού που απέκτησε την νομή της κληρονομίας με κολάσιμη (αξιόποινη) πράξη.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί πως ο εναγόμενος, αντικρούοντας την αγωγή περί κλήρου μπορεί να προβάλει ισχυρισμούς, οι οποίοι συνιστούν άρνηση της αγωγής με την αμφισβήτηση του κληρονομικού δικαιώματος του ενάγοντος π.χ. υποστηρίζοντας ότι ο ενάγων δεν είναι κληρονόμος διότι έχει αποποιηθεί την κληρονομία ή διότι υπάρχει διαθήκη που αποκλείει την εξ αδιαθέτου διαδοχή, μέσω της οποίας επικαλείται ο ενάγων ότι κατέστη κληρονόμος.
Επιπλέον, μπορεί να προβάλει και ενστάσεις οι οποίες γενόμενες δεκτές θα οδηγήσουν στην απόρριψη της εν λόγω αγωγής, όπως η ένσταση χρησικτησίας με την οποία ο εναγόμενος μπορεί να υποστηρίξει την απόκτηση κυριότητας εκ μέρους του πάνω στα κληρονομιαία τα οποία νέμεται, ή την ένσταση της παραγραφής.
Ως προς την παραγραφή, η περί κλήρου αγωγή υπόκειται στην συνήθη εικοσαετή παραγραφή (249ΑΚΠ), η οποία άρχεται από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και έγινε δυνατή η δικαστική επιδίωξή της (251ΑΚ).
Συνάγεται λοιπόν από όλα τα παραπάνω, πως η περί κλήρου αγωγή αποτελεί το πιο αποτελεσματικό μέσο προστασίας του δικαιώματος του κληρονόμου, στις περιπτώσεις που τρίτος το αμφισβητεί και παρακρατά αυθαίρετα αντικείμενα της κληρονομιαίας περιουσίας. Παρέχεται στον κληρονόμο η δυνατότητα να ασκήσει μια αγωγή καθολική, αντιμετωπίζοντας την κληρονομία ως σύνολο, αντί να υποχρεώνεται να ασκεί τόσες αγωγές όσες και τα επιμέρους αντικείμενα της κληρονομίας και έτσι, να αποφεύγονται οι περιττές δίκες και να ενισχύεται η προστασία του.