Δικηγόρος Αναστασία Κεϊβανίδου

Αδικοπραξίες: έννοια, προϋποθέσεις και δικαστική προστασία

Ένα από τα πιο θεμελιώδη κεφάλαια του Αστικού μας Κώδικα, είναι αυτό των αδικοπραξιών ή διαφορετικά, των αστικών αδικημάτων (άρθρα 914 επ. ΑΚ), κεφάλαιο ιδιαίτερα σημαντικό και σύνηθες στην νομική πραγματικότητα. Η δικαστηριακή πρακτική είναι πλούσια από τέτοιες υποθέσεις και συνεπώς, είναι επιτακτική η ανάγκη να αναλυθούν η έννοια, οι προϋποθέσεις και η οδός προς την δικαστική προστασία σε μια περίπτωση αστικού αδικήματος. 

Από την αρχή ακόμα του προαναφερόμενου κεφαλαίου, στο άρθρο 914, ορίζεται πως «Όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια οφείλει να τον αποζημιώσει». Φαίνεται εξ’ αρχής λοιπόν, πως όταν μιλούμε για αδικοπραξία ή αστικό αδίκημα, εννοούμε κάθε υπαίτια ανθρώπινη πράξη η οποία μπορεί να προκαλέσει ζημία σε κάποιο άλλο πρόσωπο, πράξη δηλαδή η οποία προσβάλει κάποιο ξένο δικαίωμα χωρίς να υφίσταται νόμιμος λόγος πραγματοποίησης της. Αποτέλεσμα της τελέσεως μιας τέτοιας πράξης, συντρεχουσών όλων των προϋποθέσεων, είναι η γένεση ευθύνης προς αποζημίωση του ζημιώσαντος έναντι του ζημιωθέντος. Πρόκειται δηλαδή, για ένα είδος αποζημίωσης, η οποία στοχεύει αποκλειστικά στην «ανακούφιση» του ζημιωθέντα από την βλάβη που έχει υποστεί και στην περαιτέρω προστασία του. Αυτή είναι και η διαφορά από την ποινική ευθύνη που γεννάται σε περίπτωση τελέσεως κάποιου εγκλήματος από τα προβλεπόμενα στον Ποινικό μας κώδικα, ότι δηλαδή στο ποινικό δίκαιο η ποινή που επιβάλλεται στον εγκληματία αποσκοπεί στην πρόληψη και στόχο έχει να προστατεύσει το δημόσιο συμφέρον παράλληλα με τον σωφρονισμό του ίδιου του δράστη, σε αντίθεση με την αποζημίωση του άρθρου 914 ΑΚ επ. η οποία επιβάλλεται αποκλειστικά χάριν του ζημιωθέντος.

Προκειμένου όμως να επέλθει η έννομη συνέπεια της υποχρέωσης προς αποζημίωση προς τον ζημιωθέντα, πρέπει αρχικά να πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος (αρ. 914 ΑΚ), ώστε να διαπιστωθεί ότι πράγματι υφίσταται αδικοπραξία και άρα ευθύνη από αυτή. Αρχικά, κύριο και βασικό στοιχείο της θεμελίωσης αδικοπρακτικής ευθύνης είναι να υφίσταται ανθρώπινη συμπεριφορά («όποιος ζημιώσει άλλον…»). Μιλούμε δηλαδή, για συμπεριφορά ανθρώπου, εκούσια και εξωτερικευμένη, η οποία μπορεί να συνίσταται είτε σε θετική ενέργεια (πράξη) είτε σε παράλειψη. Δεύτερο στοιχείο που πρέπει να συντρέχει, σύμφωνα με το άρθρο 914, είναι αυτό του παρανόμου («… παράνομα…»). Η πράξη δηλαδή ή η παράλειψη η οποία προκάλεσε την ζημία στον παθόντα, πρέπει να είναι παράνομη, να αντίκειται δηλαδή σε απαγορευτική διάταξη νόμου. Ως προς την παράλειψη, αρκεί το πρόσωπο να ήταν υποχρεωμένο να προβεί σε θετική ενέργεια, ώστε η παράλειψη του να θεωρηθεί παράνομη. Όταν πρόκειται για πράξη, το κριτήριο είναι εάν η πράξη αυτή προσβάλει κάποιο απόλυτο δικαίωμα τρίτου προσώπου, π.χ. το δικαίωμα στην προσωπικότητα ή στην υγεία κ.λπ., ώστε να πληρούται το στοιχείο του παρανόμου που απαιτεί η διάταξη. Τρίτο καθοριστικό στοιχείο, είναι η υπαιτιότητα του ζημιώσαντος, η ψυχική του δηλαδή στάση αναφορικά με την τελούμενη πράξη («…και υπαίτια…»), η οποία αποδοκιμάζεται από το δίκαιο. Επομένως, πληρούται η προϋπόθεση αυτή όταν στο πρόσωπο του ζημιώσαντος ενυπάρχει οποιαδήποτε μορφή δόλου ή αμέλειας. Σχετική με την εν λόγω προϋπόθεση, είναι και η ικανότητα του προσώπου προς καταλογισμό, να μπορεί δηλαδή να αποδοθεί στο πρόσωπο αυτό που έχει επιδείξει την ανάλογη υπαιτιότητα, η τελεσθείσα πράξη. Ικανότητα προς καταλογισμό έχουν αρχικά όλοι οι άνθρωποι, εκτός από τις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες το πρόσωπο δεν ενεργεί με πλήρη διαύγεια ή έχει κλονιστεί η σωματική ή η ψυχική του υγεία σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην μπορεί να αντιληφθεί την σοβαρότητα και το νόμιμο ή όχι των πράξεών του (915 §1 ΑΚ), καθώς επίσης και όποιος δεν έχει συμπληρώσει το δέκατο έτος της ηλικίας του δεν ευθύνεται για την ζημία που προξένησε (916 ΑΚ). Τελευταίο στοιχείο που πρέπει να υφίσταται προκειμένου να μιλήσουμε για αδικοπρακτική ευθύνη, το οποίο ωστόσο δεν διατυπώνεται ρητά στον νόμο, είναι η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας (ή αιτιώδους συνδέσμου), η ύπαρξη δηλαδή άμεσης σχέσης ανάμεσα στην πράξη που έχει τελεσθεί και στο αποτέλεσμα που έχει επέλθει, πρέπει δηλαδή η ενέργεια να είναι πρόσφορη να επιφέρει το ζημιογόνο αποτέλεσμα.

Με βάση όλα τα παραπάνω και συντρεχουσών των προϋποθέσεων αυτών, γεννάται η ευθύνη προς αποζημίωση, η έκταση της οποίας καθορίζεται από το μέγεθος της ζημίας. Η ζημία που καλύπτεται κατά κύριο λόγο είναι η λεγόμενη άμεση ζημία, δικαιούχος δηλαδή είναι το πρόσωπο φυσικό ή νομικό το οποίο προσβλήθηκε άμεσα στα δικαιώματα και συμφέροντα του, ενώ παρεπόμενες ζημίες σε τρίτα πρόσωπα δεν περιλαμβάνονται στην αποζημίωση. Εξαιρέσεις εισάγει ο ίδιος ο νόμος στα άρθρα 928 και 929 ΑΚ, τα οποία αναγνωρίζουν την καταβολή αποζημίωσης το μεν πρώτο στην περίπτωση θανάτωσης του θύματος, στο πρόσωπο που κατά τον νόμο είχε δικαίωμα να απαιτεί από το θύμα διατροφή ή παροχή υπηρεσιών, το δε δεύτερο στην περίπτωση βλάβης του σώματος ή της υγείας του παθόντα, στο πρόσωπο που κατά τον νόμο είχε δικαίωμα να απαιτεί την παροχή υπηρεσιών από τον παθόντα και τις στερείται. Υπόχρεος είναι το πρόσωπο εκείνο το οποίο συγκεντρώνει όλες τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις της αδικοπραξίας, εκτός από τις περιπτώσεις των άρθρων 922ΑΚ (πρόστηση) και 923ΑΚ (εποπτεία άλλου προσώπου), όπου πρόκειται για τρίτο πρόσωπο που φέρει την ευθύνη των πράξεων κάποιου άλλου.

Ως προς την ζημία η οποία επίσης μπορεί να καλυφθεί, σημαντική είναι η αναφορά στην λεγόμενη ηθική βλάβη (άρ. 932 ΑΚ), η οποία είναι η ζημία που δεν μπορεί να αποτιμηθεί σε χρήμα δηλαδή η ψυχική στενοχώρια, προερχόμενη από την προσβολή αγαθών του ατόμου, περιουσιακών (π.χ. ιδιοκτησία) και μη (π.χ. υγεία), η οποία μάλιστα σε περίπτωση θανάτου του προσώπου, μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένειά του λόγω ψυχικής οδύνης.

Τέλος, προκειμένου να προστατευθεί το πρόσωπο το οποίο έχει υποστεί ζημία σύμφωνα με τα ανωτέρω, ο δρόμος ανοίγεται με την άσκηση της σχετικής αγωγής στο αρμόδιο δικαστήριο. Για είναι ορισμένη η αγωγή αυτή και συνεπώς να μην απορριφθεί λόγω τυπικού ελαττώματος ως απαράδεκτη πρωτού το δικαστήριο εξετάσει την ουσία της, είναι αναγκαίο να περιλαμβάνει τα εξής στοιχεία:

  • τα περιστατικά εκείνα που συνιστούν την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου – ζημιώσαντος
  • τα γεγονότα που δικαιολογούν τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς του ζημιώσαντος και της ζημίας που επήλθε στον ενάγοντα και 
  • τα στοιχεία εκείνα που προσδιορίζουν την ζημία του ενάγοντα.