Δικηγόρος Αναστασία Κεϊβανίδου

Αστική ευθύνη δημοσίου (άρθρα 105 & 106 ΕΙΣΝΑΚ)

Η αξίωση αποζημίωσης κατά του κράτους είναι μια νομική διαδικασία όπου ένα άτομο μπορεί να ζητήσει αποζημίωση από το κράτος για ζημιές που υπέστη λόγω των ενεργειών του. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περιπτώσεις όπου το κράτος δρα εσφαλμένα ή με αμέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, προκαλώντας ζημιές στους πολίτες.

Οι περιπτώσεις που μπορεί κάποιος να ζητήσει αποζημίωση από το κράτος μπορεί να περιλαμβάνουν για παράδειγμα ατυχήματα οδικής κυκλοφορίας που συμβαίνουν λόγω ελλιπούς συντήρησης των οδικών δικτύων, ζημιές που προκαλούνται από επικίνδυνα προϊόντα που διατίθενται στην αγορά και δεν έχουν αποδειχθεί ασφαλή, ανεπαρκείς επιθεωρήσεις και ελέγχους που οδηγούν σε σοβαρά ατυχήματα στον χώρο της εργασίας ή σε άλλες δραστηριότητες, αδικαιολόγητες καθυστερήσεις σε νοσοκομεία ή σε άλλες υπηρεσίες δημόσιας υγείας που έχουν ως αποτέλεσμα τον επιδείνωση της υγείας του ασθενή κ.λπ.

Στο άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. (π.δ. 456/1984, Α΄ 164) ορίζεται ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος…», στο δε άρθρο 106 του ίδιου νόμου ορίζονται τα εξής: «Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων άρθρων εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους».

Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη αστικού δικαίου του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου προς αποζημίωση, απαιτείται παράνομη πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη υλικής ενέργειας οργάνων του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σε αυτά δημόσιας εξουσίας, επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης ζημίας, καθώς και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης πράξεως ή παραλείψεως ή υλικής ενέργειας ή παραλείψεως υλικής ενέργειας και της επελθούσας ζημίας (βλ. ΣτΕ 1396/2014 7μ. σκ. 12, 2271/2013 7μ. σκ. 4, 3839/2012 7μ. σκ. 5, 347/2012 σκ. 5 κ.ά.).

Αιτιώδης δε σύνδεσμος υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η πράξη ή η παράλειψη είναι επαρκώς ικανή (πρόσφορη), κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων να επιφέρει τη ζημία (βλ. ΣτΕ 1184, 266/2013, 4100/2012 κ.ά.).

Οι κατά το άρθρο αυτό προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς (πρβ. ΣτΕ 322/2009 επτ. κ.ά.). Σε περίπτωση δε συνδρομής των προϋποθέσεων αυτών το Δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου υποχρεούνται να αποκαταστήσουν κάθε θετική ή αποθετική ζημία, τα δε δικαστήρια της ουσίας μπορούν, επί πλέον, να επιδικάσουν σε βάρος τους χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 932 του Αστικού Κώδικα. (ΣτΕ 2736/2007 κ.ά.). Περαιτέρω, κατά την έννοια των ίδιων διατάξεων, στην περίπτωση κατά την οποία ο κατά τα άρθρα 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ λόγος ευθύνης του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου είναι η έκδοση ευνοϊκής για τον ζημιωθέντα πράξεως παρά την έλλειψη των νόμιμων προϋποθέσεων εκδόσεώς της, στο κύρος της οποίας ο ζημιωθείς ανυπαιτίως πίστεψε, η ευθύνη του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου προς αποζημίωση εκτείνεται στην αποκατάσταση του αρνητικού διαφέροντος (διαφέροντος εμπιστοσύνης) που περιλαμβάνει τόσο την αποκατάσταση της περιουσίας του ζημιωθέντος στην θέση, στην οποία θα βρισκόταν αν δεν είχε μεσολαβήσει η έκδοση της μη νομίμου πράξεως (θετική ζημία), όσο και το κέρδος που ο ζημιωθείς θα αποκόμιζε εξ άλλης αιτίας, αν αυτός δεν είχε πιστέψει ανυπαιτίως στο κύρος της πράξεως (αποθετική ζημία). Στην περίπτωση αυτή δεν νοείται αποκατάσταση θετικού διαφέροντος, δηλαδή αποζημίωση για ό,τι θα αποκόμιζε ο ζημιωθείς, αν η πράξη ήταν νόμιμη (πρβ. ΣτΕ 866/2011 επτ.).

Από τις διατάξεις των άρθρων 71 παρ. 1 και 73 παρ. 2 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α 97) Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, οι οποίες, αντιστοίχως, ορίζουν ότι: «Αγωγή μπορεί να ασκήσει εκείνος, ο οποίος έχει κατά του Δημοσίου ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου χρηματική αξίωση από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου» και ότι: «Αίτημα της αγωγής μπορεί να είναι α) η καταψήφιση της αξιούμενης παροχής ή β) η αναγνώριση της αντίστοιχης αξίωσης», προκύπτει ότι με την αγωγή δεν μπορεί να ζητηθεί η αναγνώριση της υπάρξεως ή της ανυπαρξίας εννόμων σχέσεων ή δικαιωμάτων αλλά μόνο η αναγνώριση ή καταψήφιση χρηματικής αξιώσεως (πρβ. ΣτΕ 2112/1995, 1468/2008 σκ. 4, βλ. ΣτΕ 3872/2009 σκ. 3, 615/2012 7μ.), η δε πράξη ή παράλειψη, την οποία έχει ως βάση η χρηματική αυτή αξίωση, ελέγχεται, ως προς την νομιμότητά της, όπως ρητώς ορίζεται στο άρθρο 80 παρ. 2 του ως άνω Κώδικα, μόνο παρεμπιπτόντως, εφ’ όσον δεν υφίσταται δεδικασμένο (ΣτΕ 615/2012 7μελούς).

Δεν είναι δε νοητή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, η άσκηση αγωγής με αίτημα την αποκατάσταση ζημίας, η οποία να προέρχεται από έννομες σχέσεις ή δικαιώματα των οποίων ζητείται η αναγνώριση παρά μόνον η άσκηση αγωγής με αίτημα την αποκατάσταση ζημίας η οποία είναι απότοκος συγκεκριμένης παράνομης πράξεως ή παραλείψεως της Διοικήσεως με την οποία εκδηλώνεται άρνηση της Διοικήσεως να ικανοποιήσει συγκεκριμένο αίτημα του διοικουμένου, το οποίο προβλέπεται από διάταξη νόμου.